-
1 δέω
δέω (2), imp. 3 pl. δεόντων (better reading διδέντων), ipf. δέον, fut. inf. δήσειν, aor. ἔδησα, δῆσα, mid. ipf. δέοντο, aor. ἐδήσατο, iter. δησάσκετο, plup. δέδετο, δέδεντο: bind, fasten; mid., for oneself, ὅπλα ἀνὰ νῆα, ‘making fast their’ tackle, Od. 2.430; metaph., ἡμέτε- ρον δὲ μένος καὶ χεῖρας ἔδησεν, Il. 14.73; ὅς τίς μ' ἆθανάτων πεδάᾷ καὶ ἔδησε κελεύθου (gen. of separation), Od. 4.380, Od. 8.352.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > δέω
См. также в других словарях:
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek